Enter fullscreen mode

Λεξικό Ελληνικά -> MediaGlyphs

^^^

Πιονγκγιάνγκ
πιπέρι
πιπεριά
πιπερόριζα
πιπερόρριζα
πιρούνι
πισίνα
πιστεύω¨2
πιστό
πιστόλι
πλάγιο
πλάνο
πλάσμα
πλάτη
πλάτος
πλένομαι
πλένω
πλήθος
πλήρες
πλαισιώνω
πλανήτης
πλανώμαι
πλαστική ύλη
πλαστικό
πλατίνα
πλατεία
πλατύ
πλατύ χαμόγελο
πλατύς
πλειοψηφία
πλειστηριασμός
πλεονεκτικότητα
πλεονεξία
πλευρά
πλευρό
πληγή
πληγώνω¨2
πληθυσμός
πληκτρολόγιο
πλημμύρα
πληροφορία
πληροφορίες
πληροφορική
πληρώνω
πλησίον
πλησιάζω
πλοίο
πλουτοκρατία
πλούσιο
πλούσιος
Πλούτωνας
πνίγω
πνεύμα¨2
πνεύμονας
Πνομ-Πενχ
ποίημα
ποίηση
ποίμνιο
ποδήλατο
ποδιά
ποδόσφαιρο
ποζάρω
ποζιτρόνιο
ποιά
ποινή
ποιό
ποιός
ποιότητα
πολεμικό πλοίο
πολεμώ
πολικότητα
πολιτεία
πολιτική¨2
πολιτική επιστήμη
πολιτική σχέση
πολιτικός¨2
πολιτισμός¨2
πολλά
πολλαπλασιάζω
Πολωνία
Πολωνικά
πολύ¨3
πολύγωνο
πολύεδρο
πολύπλοκο
πολύς
πολύτιμος
πολύτιμος λίθος
πολώνιο
ποντίκι
Ποντγκόριτσα
πορεία¨2
Πορτ Λουίς
Πορτ Λούις
Πορτ-Βίλα
Πορτ-ο-Πρενς
Πορτ-ο-Πρινς
Πορτ-οφ-Σπέιν
Πορτ-ω-Πρενς
Πορτογαλία
Πορτογαλικά
πορτοκάλι
πορτοκαλί
Ποσειδώνας
ποσειδώνιο
ποσότητα
ποτάμι
ποτέ¨2
ποταμάκι
ποταμός
ποτό¨2
πουθενά
πουκάμισο
πουλάω
πουλί¨2
πουλί της σοφίας
πουλώ
Πουσάν
πού
πούλμαν
πούπουλο
πούρο
πούτσος
Πράγα
πράγμα¨2
πράκτορας
πράξη¨2
πράσινο
Πράσινο Ακρωτήριο
πράσινος
Πράϊα
πρέπει
πρέσβυς
πρήξιμο
πρίγκηπας
πρίγκιπας
πρίσμα
πραγματικά
πραγματικό
πραγματικός αριθμός
πραγματικότητα
πραγματοποιείται
πρακτορείο
πρασινοδύμιο
πρασινωπός
πρεσβεία
πρεσβευτής
Πρετόρια
πριγκήπισσα
πριγκίπισσα
πριν¨3
πριόνι
προέλευση
προβλέπω¨3
προειδοποιώ¨2
προηγμένος
προηγούμενο
προθάλαμος
προκήρυξη
προκαλώ¨2
προκατάληψη
προλέγω
προμήθειο
προμήνυμα
προμαντεύω
προοδευμένος
προορισμός
προς¨2
προς τα μπρος
προσέχω
προσαρμόζομαι
προσβολή¨2
προσδιοριστικός
προσδοκώ¨2
προσεγγίζω¨2
προσεκτικό
προσελκύω
προσευχή
προσεύχομαι
προσηνής
προσθέτω
προσκέφαλο
προσκαλώ
προσοχή¨3
προσπάθεια
προσπαθώ
προσποιούμαι
προστατεύω
προσφέρω
προσφιλές
προσφορά
προσωπίδα
προσωπείο
προσωπικός
προσωρινό
προσόψιο
προτίθεμαι
προτείνω
προτεκτοράτο
προτιμώ

(3201 .. 3400)

^^^


 
 
Λεξικό
[MG: (the n-th one); -th; ordinal number; ordinalMG: twoMG: zero; nought; 0; cipher; cypher]twentieth; 20th